- ιδιοποιώ
- (ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) [ιδιοποιός]μέσ. ιδιοποιούμαι, -έομαικάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαιμσν.-αρχ.αξιώνω, απαιτώ κάτιαρχ.1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.)2. κερδίζω κάτι («ἰδιοποιεῑται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)3. παθ. έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Dictionary of Greek. 2013.